- σωφρόνισμα
- σωφρόνισμαchastisementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωφρόνισμα — τὸ, Α [σωφρονίζω] σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό … Dictionary of Greek
σωφρονίσμασιν — σωφρόνισμα chastisement neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωφρόνισις — ίσεως, ἡ, Α [σωφρονίζω] το σωφρόνισμα* … Dictionary of Greek